Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

ΤΕΣΣΑΡΕΣ ΚΡΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΑΛΥΣΙΔΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

 Εσύ, εγώ ο Φριτς κι η Πουπέ.

Τέσσαρες κρίκοι στην αλυσίδα της αγάπης.

Ευτυχισμένοι;   Δυστυχισμένοι;   Ίσως το πρώτο.

Μα και το δεύτερο ίσως.

Μάλλον όμως μαζί και τα δυο.

Ναι, και τα δυο.   Της αγάπης η φύση είναι τέτοια.

 

Έπειτα μείναμε τρεις.    Εσύ, εγώ κι ο πιστός μας ο Φριτς.

Η μικρή μας Πουπέ είχε φύγει   έτσι καθώς ένα βράδυ μας ήρθε,

έτσι καθώς ένα βράδυ τη βρήκαμε   πίσω απ’ την πόρτα   του μικρού μας σπιτιού.

 

(Α! πώς έκαμνες κείνο το βράδυ,

σμίγοντας μέσα στο γκρίζο βελούδο   το ρίδινο των παρειών σου μετάξι:

Όμοια σαν ένα παιδί,   που του χαρίζουν μια κούκλα.

Και την είπες: Πουπέ).

 

Στο ίδιο εκείνο βελούδο   που ’χε γίνει πιο γκρίζο βαθύ

από της ειμαρμένης τον ίσκιο,

είχες στάξει   μαζί με τα δάκρυά σου

και μια σταγόνα αίμα   απ’ την καρδιά σου

 

Έτσι η Πουπέ   στο φτερωτό της ταξίδι

πήρε μαζί της  τη μια φτερούγα της ψυχή σου.

 

Είχε ανοίξει η οδός   προς την άγια φυγή.

Και της ψυχής σου η λαχτάρα

πιο δυνατή απ’ της αγάπης τον κρίκο.

Φτεροκοπώντας με την άλλη φτερούγα   ακολούθησες την οδό της φυγής.

 

Είχαμε μείνει πια δύο.

Εγώ κι ο πιστός μας Φριτς.

Μα η οδός που ’χες πάρει   ήταν σπαρμένη απ’ αχνάρια αιμάτου της δικής μου καρδιάς.

Και πήρε ο Φριτς   το κατόπι πιστός  τα κόκκινα αχνάρια.

 

Τώρα περιδιαβάζω μονάχος, 

με της αγάπης τον κρίκο στο δάχτυλο,

κατά μήκος αυτού του ποταμού.

Περιδιαβάζω μονάχος, ζητώντας το πρόσφορο πέρασμα.

 

Στην αντιπέραν όχθη,   σε λειμώνα αναψύξεως,  

κάθεσαι εν ειρήνη   και περιμένεις περίλυπη.

 

(Στα γόνατά σου η Πουπέ ξαπλωμένη

και στο πλάι σου ο Φριτς,  ο πιστός μας Φριτς,

δίχως σαν άλλοτε    να κουνά την ουρά του). 

 

Του βλέμματός σου το πρόσταγμα

στην ολοκλήρωσε με καλεί   της οικογένειας. 

 

Έξαλλος τρέχω   κατά μήκος του ποταμού,

ζητώντας το πέρασμα.

Κι εσύ μ’ ατενίζεις περίλυπη.

 

Μπαίνω ως τα γόνατα,   στέκομαι, προχωρώ,   πάλι τραβιέμαι.

Κι εσύ μ’ ατενίζεις περίλυπη.

 

Διστάζω;

Φόβος λοιπόν με συνέχει;

Μ’ έχει απολίπει της έλξεως η δύναμη;

 

Αποκάλυψη   στο περίλυπο κι έκπληκτο βλέμμα σου.

 

Στην απόγνωσή μου φωνάζω:   «Περίμενέ με!»

Κι εσύ μ’ ατενίζεις περίλυπη.

«Περίμενέ με!»

Και σκύβεις   και χαϊδεύεις περίλυπα   τον πιστό μας το Φριτς.

 

Και βουτιέμαι ως τα γόνατα   στου ποταμού την ιλύ,

κι οι πικροί των ματιών μου κρουνοί   το ποτάμι πληθαίνουν.

 

Συγγνώμη!

 

Πιστότερος ήταν από μένα ο Φριτς.

(ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΠΡΟΣΦΟΡΑ 1938 κι ακολουθούν ποιήματα απ’ την πρώτη ενότητα αυτής της συλλογής που συμπεριλαμβάνονται στη συγκεντρωτική έκδοση των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του ποιητή, εκδόσεις Κέδρος 1978)

 


ΤΟ ΡΟΔΟ

Είχες ακούσει το κάλεσμα    της αγίας φωνής.

Και το γλαυκό σου κατάπληκτο βλέμμα

είχε δεχθεί το καταύγασμα

της αστραπής του ματιού Του.

 

Η δική μου φωνή;

Του δικού μου ματιού η ικεσία;

Της αγάπης το μέγα περίφραγμα;

Ανθρώπινη μέριμνα.

Είχες πια εκδυθεί τον χιτώνα σου.

 

Ψύχος συνέχει τα μέλη μου.

Από την κόχη μου εκχύνεται σκότος.

Πήρες μαζί σου λοιπόν   τη θαλπωρή της αγάπης σου;

Πήρες μαζί σου λοιπόν   το φως των βλεφάρων μου;

 

Στο πολικό τούτο μέγα δωμάτιο,

που η δύση σου το ’χει επενδύσει   με σκότος,

με σκότος, με σκότος, της εξόδου τη θύρα ζητώ.

 

Των δαχτύλων μου η απόγνωση  

την αμείλικτη απάθεια    ψηλαφίζει της θύρας.

Όμως δε βρίσκω   πουθενά το κλειδί.

 

Έχεις πάρει μαζί σου λοιπόν   και το κλειδί της εξόδου;

Έχεις πάρει μαζί σου λοιπόν   και του φωτός την ελπίδα;

 

Της  απουσίας σου το περίζωμα   με περισφίγγει.

Στου φωτός την απώλεια   ψηλαφώντας πλανιέμαι. 

 

Επιτέλους, ως πότε θ’ αφήνομαι   στου σκότους το πόντισμα;

Επιτέλους, ως πότε θα δέχομαι   της ημέρας την άρνηση;

 

Έξαλλος ρίχνομαι   να διαρρήξω τη θύρα.

Το πόμολο αρπάζω με δύναμη.

 

Του χεριού μου λοιπόν   δε βρίσκει η ορμή

της αντιστάσεως την άρνηση;

 

Την ακοή μου τριγμός   των αρμών περονιάζει.

 

Ώστε δεν ήταν η θύρα κλειστή;

Ώστε κλειδί δεν υπήρχε;

Πώς δεν το ’χα σκεφτεί   να σύρω το πόμολο.

Πώς δεν είχα σκεφτεί τη δραπέτευση.

 

Ιδού στον ανθώνα κατέρχομαι   της αυλής του σπιτιού μας.

Στης ανοίξεως προβαίνω το πρόσωπο

τη δική σου μορφή ν’ ατενίσω.

 

Ρόδα λευκά, παντού ρόδα λευκά.

Μόνο ρόδα λευκά στον ανθώνα.

(Σάμπως να ’ταν ποτές δυνατό

μ’ άλλη στολή από τούτη   να με δεχόσουν στον κήπο).

 

Σκύβω, λυγίζω το γόνατο.

Αγκαλιάζω ένα ρόδο.

Με λαχτάρα τα χείλη μου οσφραίνονται

τη λευκή του θερμότητα.

 

(Α! της αγάπης μας πάλι   συντελείται η περίπτυξη.

Της αγάπης σου πάλι   μου δίνεις το φίλημα).

 

Έτσι που τώρα το ρόδον αυτό

της λαχτάρας μου έχει ζωσθεί την περίπτυξη,

έτσι που τώρα το ρόδον αυτό

της καρδιάς μου έχει δεχθεί   την μετάγγιση,

με ποιον τρόπο τάχα   θα μπορέσω να σου το προσφέρω;

 

Στην παλάμη το ρόδο κρατώντας,

περιδιαβάζω μες τον ανθώνα.

Περιδιαβάζω, ζητώντας να βρω   το μέσον για να σου το στείλω.

 

Αλλά πώς να σου στείλω το ρόδο;

Σε τίνος Αγγέλου φτερό   να εμπιστευτώ της καρδιάς μου το μήνυμα;

 

Ξάφνου φωνές αμερίμνων παιδιών

του πνεύματός μου   την αναζήτηση   περισπούν.

Χαράς διαδήλωση,

αγιότητος έκφραση   περιβάλλει τον κήπο μου.

 

Η ψυχή  μου σκιρτά στην αντήχηση   της χαράς των νηπίων.

Η λευκότης του ανθώνος μου ντύνεται   το φως της αγνότητος.

 

Με τα φτερά  της φωνής των παιδιών   να σου στείλω το ρόδο;

Με το στόμα της θείας αγνότητος   να σου εκπέμψω το μήνυμα;

 

Ο αλαλαγμός των παιδιών εξεπόρθησε

τον πυλώνα του ανθώνος μου.

Και στων φωνών το κορύφωμα

κάτι βλέπω στον κήπο   απ’ έξω να πέφτει.

 

Ω!  σίγουρα θα ’ναι το τόπι των παιδιών που τους ξέφυγε.

Πρέπει να τρέξω   να τους δώσω το τόπι τους.

 

Σπεύδω, κρατώντας το ρόδο,   να βρω τον ανθώνα

την αφορμή της χαράς των παιδιών.

Σπεύδω να δώσω συνέχεια   στου θείου την έκφραση.

 

Όμως η ορμή μου προσκόπτει   στου θανάτου το κάλεσμα

ενός μικρού πληγωμένου πουλιού.

 

Των νηπίων το τόπι λοιπόν

ήταν αυτός ο μικρός   μαδημένος σπουργίτης;

 

Ω! της αγνότητος   το ανήκουστον έγκλημα.

Της θειότητος   η αντίνομη έκφραση.

 

Η αφή των δαχτύλων μου

την αγωνία του θανάτου προσδέχεται

του μικρού πληγωμένου πουλιού.

 

Του στόματός του το άνοιγμα   την έλευσή του σαλπίζει προς σε.

Το βλέμμα του   ατενίζει το βλέμμα σου.

 

Ιδού, ευρήκα το μέσον   να σου στείλω το ρόδο.

 

Κι όταν απ’ το άσπιλο ράμφος

αποτεθεί το λευκό τούτο ρόδο

στη λευκή σου παλάμη,

κι όταν η ουσία της αγάπης μου

εμπλήσει το πνεύμα σου,

θα δεις πως το ρόδο   ήτανε κόκκινο.

Θα δεις στη λευκή σου παλάμη

κόκκινο αίμα!

 [από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΠΡΟΣΦΟΡΑ 1938]

 

ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ (απ’ τη συλλογή του Γ.Θ Βαφόπουλου ΠΡΟΣΦΟΡΑ 1938)

Πόσον καιρό να ’μαι τάχα κλεισμένος

στον πύργο αυτόν της μονώσεως;

Έχασα μήπως   του χρόνου την αίσθηση,

περιδιαβάζοντας,   μ’ έμφροντι πνεύμα,

από αίθουσα σ’ αίθουσα,   από σκαλί σε σκαλί,

μ’ εμβαπτισμένη την άγρυπνον όραση

στης οπτασίας σου   την προσδοκία;

 

Της ακοής μου το τύμπανο πάλλεται

από το θρόισμα της παρουσίας σου.

Η ομιχλώδης μου κόμη προσδέχεται

την αφή των δαχτύλων σου.

 

Αλλά το άπληστο πνεύμα μου,

στων ματιών μου την κόγχη ελλοχεύοντας,

το όραμά σου σε ειδώλου μορφή

προσδοκά ν’ αντικρίσει.

 

Όραμα θείο,    της καρδιάς μου η επίκληση,

υψωμένη σ’ αιμάτινο πίδακα,

τάχα θα ισχύσει   να σ’ ελκύσει μπροστά μου

απ’ την άγια σου κρύπτη;

 

Θεία ουσία,

όπου διάχυτη   με περιβάλλεις,

της καρδιά μου η φλόγα   θα ’χει τη δύναμη

την υλική σου κρυστάλλωση

να επιτύχει σε σχήμα   ουρανίου ειδώλου;

 

Περιδιαβάζω μ’ ακοίμητο πνεύμα

στον πύργον αυτόν της μονώσεως,

σ’ εναλλαγή συνεχή   της νύχτας και μέρας

Περιδιαβάζω εμποτίζοντας   την αγίαν ουσία σου,

με την άπελπη επίκληση   της δικής σου οπτασίας.

 

Όμως το πνεύμα μου   συσπειρούται περίτρομο,

βλέποντας να διαγράφεται επάνω του αμείλικτη

η σκιά της τεράστιας παλάμης   του καμάτου και του ύπνου.

 

Προσδοκώμενον όραμα

θα μ’ αφήσεις λοιπόν απροστάτευτο

στην ενέδρα του ύπουλου καμάτου;

Θα μ’ αφήσεις λοιπόν να κυλήσω

στο απύθμενο πόντισμα του ύπνου;

 

Οι βολβοί των ματιών μου συστρέφονται

σ’ επιθανάτιον αγώνα

στο ερεβικό των βλεφάρων μου κάλυμμα.

Στο κρανίο μου μέσα

μια νυχτερίδα ετοιμάζει την κοίτη   της χειμερίας της νάρκης.

 

Ώστε η λυχνία    της ψυχής μου θα σβήσει

στην ασφυξία αυτού   του ερεβώδους μοδίου;

‘Ώστε μου αρνείσαι

της ουρανίας σου οπτασίας    την αποκάλυψη;

 

Έντρομος σείω   των μελών μου το μούδιασμα.

Των βλεφάρων μου υψώνω τα τόξα.

Και στης ψυχής μου το τάνυσμα

εξακοντίζω σε βέλους ριπή

του σώματός μου   το εξαρθρωμένο συγκρότημα.

 

Οιστρήλατον πνεύμα   εμψυχώνει τα μέλη μου.

Αλλοφροσύνη ανέμου   διατρέχει τον πύργο.

 

Και στο θυελλώδες μου πέρασμα,

από αίθουσα σε αίθουσα,   από σκαλί σε σκαλί,

ξάφνου προσκόπτω μ’ ορμή

σε παραπέτασμα μαύρο.

 

Ευτελές ύφασμα,   λάβαρο σκότους.

Εσύ θα μου φράξεις λοιπόν   την τεταγμένην οδό;

Εσύ θα μου γίνεις η αυλαία   της ουρανίας σκηνής;

 

Έμπλεος φρίκης   ορθώνω τα μέλη μου.

Και των δαχτύλων μου η οργή,

σ’ αλλοφροσύνης περίπλεγμα,

καταρρακώνει μ’ ορμή   της λησμοσύνης τη μαύρη σημαία.

 

Καταπέλτης φωτός.   Αποκάλυψη θεία.

Των μελών μου συντάραγμα   στο απροσδόκητο όραμα.

 

Επιτέλους, ιδού σ’ ατενίζω,   της λαχτάρας μου ομοίωμα.

 

Υπερκόσιον είδωλο,   οπτασία ποθεινή.

Στο κρυστάλλινο αυτό ενδιαίτημα,

που με την ημέραν εκείνη

ο πέπλος αυτός είχε χρίσει με σκότος,

της πορείας μου το τέρμα προσμένεις;

 

Αγιότητος έκσταση   εμποτίζει το πνεύμα μου.

Το αποσταμένο μου βλέμμα

στο απαλότατο λίκνο   του γλαυκού σου ματιού

το ξεκούρασμα βρίσκει.

 

Ιδεώδης ειδή   σε νεφέλη ουρανία.

Περιστέρι λευκό   στη λευκή σου παλάμη.

 

Των χεριών μου η ικεσία

το λευκό περιστέρι καλεί   να μου φέρει το μήνυμα.

 

Αλλ’ ιδού η νεφέλη   απλώνεται γύρω σου.

Του ουρανίου σου ειδώλου   η οπτασία σκοτεινιάζει.

 

Απέρχεσαι,   της αγάπης μου πλάσμα;

 

Όμως το βήμα μου

στην ακολούθηση των δικών σου βημάτων

είναι ταγμένο.

Η αφή μου

στην αναζήτηση της δικής σου αφής.

 

Κι εφορμώ το κατόπι σου,   υπερκόσμιο πνεύμα.

Κι εφορμώ διαπερώντας   το κρυστάλλινο φράγμα.

 

Αίμα στα χέρια μου.

Αίμα στο πόδια μου.

Αίμα στο πνεύμα μου.

 

Ευχαριστία.

 

ΤΟ ΕΠΑΘΛΟ

Είμαι ένα οδοιπόρος

δίχως ανάπαυση και δίχως ύπνο.

Πορεύομαι μέσα στη νύχτα,

νύχτα και μέρα   στον ανηφορικό δρόμο,

που περιζώνει το σκοτεινό τούτο βουνό.

 

Δε βιάζομαι να φτάσω.

Ξέρω πως θα φτάσω.

Ο δρόμος είναι σίγουρος,

αφού τον διάβηκες πρωτύτερα συ.

 

Αναγνωρίζω τ’ αχνάρια των βημάτων σου,

αναγνωρίζω τ’ αχνάρια της αγάπης σου.

 

Στην κορυφή στέκεις    και μου γνέφεις εσύ.

Πάνω από το κεφάλι σου   τα πόδια ενός Αγγέλου

τα πόδια του Θεού.

 

Το έπαθλο της οδοιπορίας μου θα ’ναι

φτάνοντας στην κορυφή του κώνου,

φορτωμένος τα λουλούδια   που φύτρωσαν στο πέρασμά σου,

ν’ ακουμπήσω το ματωμένο μου κεφάλι

στη λευκή πέτρα των ποδιών σου,

στο πρώτο σκαλοπάτι του Θεού.

[από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΠΡΟΣΦΟΡΑ 1938]

 

 

ΤΟ ΑΝΕΒΑΣΜΑ (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΠΡΟΣΦΟΡΑ 1938)

Από το ύψος που σ’ έχει ανεβάσει

της λευτεριάς η λαχτάρα,

μου έχεις ριγμένη   την ανεμόσκαλα τούτη.

Κι έτσι καθώς αναβαίνω   σκαλί το σκαλί,

στου γλαυκού σου υπακούοντας

του βλέμματός σου το κάλεσμα,

δίχως ίλιγγο, δίχως πόνο, δίχως λύπη,

σ’ ατενίζω με γαλήνη κατάματα,

τραγουδώντας το δικό σου τραγούδι:

το αιώνιο τραγούδι της αγάπης,

το αιώνιο τραγούδι του θανάτου

 

 

ΤΟ ΚΑΛΕΝΤΑΡΙ

Ιδού, επέστη το πλήρωμα

του τρίτου έτους

της ουρανίας σου μεταστάσεως

 

Των γλυκών σου ενθυμίων

την πυξίδα μ’ ευλάβειαν ανοίγω.

 

Αγιότητος άρωμα,

του μαρτυρίου σου μόσχος,

στο κελί της μονώσεως μου

διαχέει την θείαν ουσία του.

 

Ταπεινών ενθυμίων αντίκρυσμα.

Ευλαβής δακρύων σπονδή.

 

Ιδού, ανασύρω   το λεπτό σου θερμόμετρο,

σε υποθερμίας βαθμό   σταματημένο.

Ιδού, εγγίζω

με τρέμοντα δάχτυλα   το φτωχό σου χτενάκι,

των μαλλιών σου   χαλινάρι γλυκό.

 

Αλλά το δακρύρρυτο βλέμμα μου,

σ’ ευλαβείας αχλύν τυλιγμένο,

σταματά στο μικρό καλεντάρι,

όπου το βλέφαρο   της τελευταίας σου εγκοσμίας σου ημέρας

εκοιμήθη βαρύ.

 

«Δεκαέξη το μηνός Απριλίου

Αγάπης, Ειρήνης, Χιονίας, μαρτύρων».

Του μαρτυρίου σου το τελείωμα,

το ξανάνθισμα του δικού μου

………………………….

Των γλυκών σου ενθυμίων   την πυξίδα μ’ ευλάβεια σφραγίζω.

Των πτωχών σου ενθυμώ ο πλούτος,

με των πλουσίων μου δακρύων   την πτωχεία συγκεράται.

 

«Αγάπης, Ειρήνης, Χιονίαςμ μαρτύρων¨.

 

Εν Αγάπη μένε.

Εν Ειρήνη αναπαύου.

Λευκοτέρα Χιόνος.

 

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Γ.Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΥ, συγκεντρωμένα όλα σ’ ένα τόμο, αποτελούν την πνευματική έκφραση μιας δύσκολης πορείας… Τούτη η συνεχής πορεία, μέσα στο χώρο μισού και πλέον αιώνα, πραγματοποιήθηκε άλλοτε με βήμα σημειωτόν κι άλλοτε με άλματα. Πάντοτε όμως με την αγωνία και με τη συνείδηση μιας ευθύνης

ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ:  Από το πρώτο ποιητικό βιβλίο του Γ.Θ. Βαφόπουλου ξεπηδάει η έκφραση ενός αλόγιστου ερωτικού πάθους, ενώ προβάλλουν οι πρώτες σκιές του θανάτου. Αυτή  η σκιά του θανάτου, που είχε πέσει βαριά πάνω στην τυραννισμένη ζωή ενός ανθρώπου, πήρε αργότερα, στα άλλα του ποιητικά βιβλία, πιο συγκεκριμένο σχήμα, στην παγωμένη μορφή αγαπημένων προσώπων.  Σε τούτη την πεσιμιστική, αλλά κατά μια παράξενη αντινομία, βαθιά αισιόδοξη ποίηση, δεν κυριαρχεί μονάχα η έννοια του θανάτου. Γίνεται προσπάθεια να εκφραστούν και άλλες βασικές έννοιες από τον ψυχικό βίο του ανθρώπου. Η καθολική αγάπη, η αγιότητα, η αναζήτηση του Θεού, το πρόβλημα του χρόνου, η μοναξιά και η σιωπή, η κυριαρχία του «Εσύ» πάνω στο «Εγώ», η αναγωγή του πνευματικού στοιχείου σε ηθική αξία, ακόμη και η κοινωνική σάτιρα, είναι μοτίβα που συμπλέκονται με την έννοια του θανάτου. Ωστόσο, τα δυο ακραία ορόσημα της ποίησης τούτης παραμένουν ο Έρωτας κι ο Θάνατος. Εκεί επιζητείται η απόδειξη της ενότητάς τους. Η τελικά ταύτιση της ζωής με το θάνατο. Στα Ρόδα της Μυρτάλης, μ’ όλες τις νεανικές και τις ξένες επιδράσεις, προπάντων από το γαλλικό συμβολισμό, διαγράφεται σχεδόν καθαρά η μελλοντική πορεία του ποιητη… Είναι, η πρώτη αυτή συλλογή, η βάση, πάνω στην οποία άρχισε προοδευτικά να σχηματίζεται ο ποιητικός του σωρείτης…   [αποσπασματα από το οπισθόφυλλο της συγεντρωτικής έκδοσης ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Κέδρος 1978]

Παρασκευή, 5 Μαρτίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ